σπλαγχνόπλευρο

σπλαγχνόπλευρο
το, Ν
βιολ. σπλαγχνικό εσωτερικό τμήμα τού επιθηλίου τού κοιλώματος τών σπονδυλοζώων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. splanchnopleure (< σπλάγχνα + πλευρό)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”